Δημήτρης Π. Αθανασιάδης, ο τελευταίος αγγειοπλάστης της Φίλιας Λέσβου

Μιχάλης Σακαλής

Η Φίλια είναι ένα ημιορεινό χωριό στη Λέσβο, κτισμένο σε υψόμετρο 312 μέτρων, βόρεια του κόλπου της Καλλονής, με πολλά πετρόχτιστα σπίτια, αρκετά από τα οποία χρονολογούνται από τέλος του 19ου αιώνα. Η καλλιέργεια της ελιάς και η κτηνοτροφία ήταν από τις κύριες ασχολίες των κατοίκων. Στη Φίλια υπήρξε σημαντική αγγειοπλαστική δραστηριότητα από την οικογένεια Αθανασιάδη. Γενάρχης ήταν ο Γεώργιος Αθανασιάδης που εγκαταστάθηκε στο χωριό στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, αφού προηγουμένως είχε θητεύσει στην τέχνη του αγγειοπλάστη στα φημισμένα εργαστήρια του Τσανάκκαλε και της Κιουτάχειας. Στην περιοχή της Φίλιας – Σκαλοχωρίου φαίνεται ότι υπήρχε αγγειοπλαστική παράδοση ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα, όπως υποδηλώνει και το όνομα Σκαλοχώρι που είναι η παρεφθαρμένη μορφή της λέξης Τσουκαλοχώρι.

Der Töpfer von Filia, 1989. Foto U. Krasberg Museum Filia Lesbos
Γεώργιος Αθανασιάδης., 1989. Foto: U. Krasberg

Τη δεκαετία του 1890, ο Γιώργος Αθανασιάδης έχτισε το εργαστήριο και το καμίνι του σε ιδιόκτητο κτήμα λίγο έξω από το χωριό και η περιοχή από τότε πήρε το όνομα «καμίνια». Από ένα Μανταμαδιώτη μάστορα, διδάχθηκε τον τρόπο κατασκευής των πυρίμαχων σκευών και του κουμαριού. Απέκτησε τέσσερα αγόρια τον Οδυσσέα (1870), τον Παράσχο (1872), τον Χαράλαμπο (1874), τον Φώτη (1881) και μία κόρη, την Ελπινίκη (1889). Όλα τα μέλη της οικογένειας απασχολούνταν στο πατρικό εργαστήριο και οι γιοι έμαθαν την τέχνη από τον πατέρα. Σύμφωνα με μαρτυρία της κόρης του Ελπινίκης, ο Γεώργιος Αθανασιάδης συχνά ταξίδευε στην Πέργαμο, στο Αδραμύττι και στο Τσανάκαλε. Γνώριζε την τουρκική γλώσσα και μια φορά έφερε μαζί του ένα Τούρκο τεχνίτη που εργάστηκε επί τρεις μήνες στο αγγειοπλαστείο του στη Φίλια. Στο αγγειοπλαστείο υπήρχαν τρεις ή τέσσερεις τροχοί (τσάρκια) σε ξεχωριστές θέσεις, ώστε να μπορούν να εργάζονται ταυτόχρονα τα άρρενα μέλη της οικογένειας, γεγονός που υποδηλώνει μεγάλη παραγωγή.

Ο Παράσχος Αθανασιάδης υπήρξε άξιος συνεχιστής της τέχνης του πατέρα του. Απέκτησε και αυτός πέντε παιδιά, τον Παναγιώτη (1912) που πέθανε σε ηλικία 43 ετών περίπου, τον Χρήστο (1914), τον Γιώργο (1920), την Καλλιρόη (1922) και το στερνοπαίδι του Δημήτρη (1928). Όλοι μαζί δούλευαν στο οικογενειακό εργαστήρι που, με συνεχείς προσθήκες, είχε μετατραπεί σε συγκρότημα δωματίων, χτισμένων με πέτρες και λάσπη, αλλά και τούβλα που κατασκεύαζαν οι ίδιοι, ενώ το δάπεδο καλυπτόταν με μεγάλες τετράγωνες ή εξάγωνες πήλινες πλάκες, επίσης δικής τους παραγωγής. Οι άντρες έφτιαχναν αγγεία στα τσάρκια και οι γυναίκες έκαναν το φινίρισμα και όλες τις βοηθητικές δουλειές.

Η κατασκευή του πηλού ήταν επίσης αντρική δουλειά. Μέσα στο κτήμα υπήρχε η χωματίστρα, απ’ όπου, σκάβοντας βαθιά, έβγαζαν το χώμα. Αφού το έλιαζαν, το έριχναν σε λάκκο με νερό και στη συνέχεια σούρωναν τον πολτό σε δεύτερο λάκκο, για να μείνει ο πηλός καθαρός από πετραδάκια, ξύλα και άλλα μικροαντικείμενα. Όταν ο πηλός στέγνωνε, τον έκοβαν σε κομμάτια και τον αποθήκευαν σε σκιερό μέρος στο εργαστήριο.

Ο Χρήστος και ο Γιώργος δούλεψαν στο πατρικό εργαστήρι μέχρι τη δεκαετία του 1960, οπότε, καθώς η αγγειοπλαστική άρχισε να φθίνει, μετανάστευσαν στην Αθήνα και εργάστηκαν στο εργοστάσιο λιπασμάτων στη Δραπετσώνα. Πίσω έμεινε ο Δημήτρης, ο τελευταίος αγγειοπλάστης της Φίλιας. Για την προετοιμασία του πηλού είχε ένα εργάτη, τον Αντώνη της Σπυριδούλας. Στις υπόλοιπες βοηθητικές εργασίες, συμμετείχαν η σύζυγός του Καλλιόπη και τα παιδιά του Πάρης, Κώστας και Ουρανία.

Το καμίνι είναι τετράγωνου σχήματος, φτιαγμένο από πυρότουβλα και κεραμοσκεπή. Δεξιά και αριστερά της «μπούκας» έχει δύο παραστάδες για προστασία της φωτιάς από τις ριπές του αέρα. Ήταν κοντά στο εργαστήριο, όπως και τα πηγάδια με το νερό. Σήμερα βρίσκεται σε ερειπιώδη κατάσταση. Η διαδικασία όπτησης (το καμίνιασμα) ξεκινούσε αποβραδίς με χαμηλή φωτιά για να φύγει η υγρασία από τα αγγεία. Το πρωί δυνάμωνε βαθμιαία την ένταση της φωτιάς και στη συνέχεια το «τάιζε» με πευκόξυλα (που αφθονούν στην περιοχή) ως το μεσημέρι που το καμίνι έφτανε στο μάξιμουμ της θερμοκρασίας. Το απόγευμα τραβούσε τα κάρβουνα για να σβήσει το καμίνι και το άφηνε να κρυώσει μέχρι την επόμενη μέρα. Όταν ξεφόρτωνε το καμίνι, ειδοποιούσε δύο γυρολόγους από τον Σκουτάρο, χωριό κοντά στην Πέτρα, τον Κωνσταντή και τον Στέλιο Δεσλή, τον άντρα της «Μαντραχαλίνας», οι οποίοι μάλωναν για το ποιος θα φορτώσει πρώτος σε κοφίνια και κασάκια τα πήλινα για να τα πουλήσει στα Δάφια, την Καλλονή και στα γύρω χωριά με τον γάιδαρο. Ο ίδιος έδινε πυρίμαχα κεραμικά σκεύη σε μαγαζιά του χωριού Μανταμάδος, αλλά τροφοδοτούσε και τον Οδυσσέα Κουρτζή και το γιο του Γρηγόρη στην Αγιάσο.

Το κύριο μέρος της παραγωγής του Δημήτρη Αθανασιάδη ήταν χρηστικά μαγειρικά σκεύη (τέστα, τηγάνια, μπρίκια, φουφούδες, λεκανόσχημα με καπάκι για το γεμιστό λαμπριάτικο αρνί), αλλά και γλάστρες, κουμάρια, θυμιατά και άλλα αντικείμενα. Τα Φιλιανά τέστα της οικογένειας Αθανασιάδη, ήταν φημισμένα σε όλη τη Λέσβο. Παλιότερα έφτιαχναν περίτεχνα κουμάρια που τα στόλιζαν με ανάγλυφα τριαντάφυλλα και χρυσά φύλλα, αλλά και βρυσάκια με επίθετο διάκοσμο από άνθη, ροζέτες και εξώγλυφα κορδόνια. Από τα κορυφαία είδη της παραγωγής του εργαστηρίου ήταν οι μεγάλες αλοιφωτές γλάστρες σε νεοκλασικό στυλ, με χαρακτηριστικό πρασινόμαυρο χρώμα και πλούσιο επίθετο «τσανακαλιώτικο» διάκοσμο από άνθη, ροζέτες, φύλλα και περίτεχνα κορδόνια. Για να πετύχει το χρώμα στην υάλωση ο Αθανασιάδης προμηθευόταν τα υπολείμματα της γάνας από τους γανωματήδες που τριγυρνούσαν στα χωριά για να γανώσουν τα χάλκινα σκεύη. Έτριβε και περνούσε τη γάνα από κόσκινο και μετά την αναμείγνυε με την αλοιφή σε αναλογίες που αποτελούσαν οικογενειακό μυστικό. Το οξείδιο του χαλκού που περιείχε η γάνα έδινε αυτή την ιδιότυπη πρασινόμαυρη απόχρωση στην υάλωση πάνω στα αγγεία. Αρκετές από αυτές τις μνημειώδεις γλάστρες της οικογένειας Αθανασιάδη, κοσμούν μέχρι σήμερα διάφορα αρχοντικά και άλλα σπίτια της Λέσβου.

Την αλοιφή για το γυάλωμα την έφτιαχνε μόνος του. Έλιωνε χάλικα (είδος πέτρας) και κομμάτια μολυβιού στο καμίνι και μετά τα άλεθε στο τριβείο (μεγάλο χειροκίνητο πετρόμυλο) μέχρι να γίνουν σκόνη. Στη συνέχεια, αφού τα κοσκίνιζε, τα ανακάτευε σε αναλογία 1 προς 3 (1 χάλικα και 3 μολύβι) και τα διέλυε με νερό για την τελική παρασκευή της «αλοιφής». Για να υπολογίζει σωστά τις δόσεις των υλικών και την πυκνότητα της αλοιφής χρησιμοποιούσε τενεκεδάκια από κονσέρβες. Τα τελευταία χρόνια αγόραζε το γυαλί έτοιμο από το εμπόριο.

Ο Δημήτρης Αθανασιάδης σταμάτησε να εργάζεται το 2005. Ο καημός του ήταν ότι δεν μπορούσε τα τελευταία χρόνια να βρει τη γάνα που χρησιμοποιούσε για το πρασινόμαυρο γυάλωμα των γλαστρών του. Υπήρξε ένας από τους τελευταίους αυθεντικούς λαϊκούς αγγειοπλάστες της Λέσβου, ανεπηρέαστος από εξωγενείς επιδράσεις και τουριστικά ερεθίσματα, άξιος συνεχιστής και τελευταίος εκπρόσωπος μιας μεγάλης τοπικής οικογενειακής παράδοσης. Πέθανε το 2017.