Στρατής Αναγνώστου
«Τα χριστιανικά χωρία επί της νήσου… κείνται συγκεντρωμένα εις τόπους αφανείς, αποθαλασσίους, και μελαγχολικούς και αποκεκρυμμένους εντός κοιλάδων ορεινών και … μακράν της παραλίας, αφ’ ης τους απεμάκρυνεν ο φόβος των πειρατών». Ο παραπάνω ισχυρισμός δημοσιεύτηκε το 1850 και ανήκει στον Μανταμαδιώτη λόγιο και διδάσκαλο της εποχής Σταυράκη Αναγνώστη και εξηγεί ορισμένους από τους λόγους, για τους οποίους η συντριπτική πλειοψηφία των χωριών της Λέσβου έχει ιδρυθεί στο εσωτερικό του νησιού.
Ειδικότερα τα χωριά του δυτικού τμήματος του νησιού είναι κλασικοί ορεινοί και κτηνοτροφικοί οικιστικοί σχηματισμοί που συνδυάζουν στην πλειοψηφία τους την επιθυμία των κατοίκων να βρίσκονται κοντά σε τόπους εύφορους, είτε σε πεδιάδες, είτε σε κοιλάδες, είτε σε οροπέδια, προκειμένου να εκμεταλλεύονται όσο το δυνατόν και με αποδοτικό τρόπο τη χλωρίδα και πανίδα της περιοχής. Στον κανόνα αυτόν εντάσσεται και η περίπτωση της Φίλιας.
Η παλαιότερη χρονολογία για την ύπαρξη του τοπωνυμίου της Φίλιας είναι, σύμφωνα με δικαιοπρακτικό έγγραφο που βρίσκεται στη μονή Λειμώνος, το έτος 1572, ενώ το 1620 έχει ήδη σχηματιστεί ένας οικισμός αποτελούμενος από 60 χριστιανικά σπίτια και 20 μουσουλμανικά. Είναι η εποχή που το οθωμανικό κράτος, που ήδη από το 1462 έχει καταλάβει τη Λέσβο, παραχωρεί σε αξιωματούχους του που το βοήθησαν στους κατακτητικούς του πολέμους μεγάλες εκτάσεις εύφορης γης, για να τις εκμεταλλευθούν. Οι αξιωματούχοι αυτοί καλούσαν τους κατοίκους των κοντινών ή και μακρινών περιοχών να εργαστούν στα κτήματα ή στα βοσκοτόπια, που τους είχε παραχωρήσει το κράτος. Οι κάτοικοι που ανταποκρίνονταν στην πρόσκληση αυτή συνήθιζαν να ιδρύουν τους οικισμούς τους σε χώρους κοντά στους τόπους εργασίας τους και να τους ονοματίζουν με το όνομα του εργοδότη τους. Στην περίπτωση αυτή εντάσσεται η περίπτωση του Μανταμάδου, του Κουλουμδάδου/Νάπης, του Ανδρονικάδου Παρακοίλων και της Φίλιας. Σύμφωνα με μια εκδοχή, που πιθανώς να βρίσκεται κοντά στην πραγματικότητα, η λέξη Φίλια προέρχεται από το ομώνυμο όνομα του μεγαλοτσιφλικά της περιοχής.
Η παιδεία συνδέεται άμεσα με την αστικοποίηση του πληθυσμού, αφού οι δαπάνες που απαιτούνται για την εκπαίδευση, δηλ. την πρόσληψη δασκάλων, την ενοικίαση ή την κατασκευή σχολικών αιθουσών, απαιτούσαν και απαιτούν πολλά χρήματα. Σε μια εποχή που το οθωμανικό κράτος καθόλου δεν ενδιαφερόταν για την παιδεία, η Εκκλησία και η Δημογεροντία, δηλ. η τοπική αυτοδιοίκηση της εποχής, ήταν αυτή που ανέλαβε την καλλιέργειά της για λόγους πρακτικούς. Συγκεκριμένα, έπρεπε να μάθουν ορισμένοι γράμματα, προκειμένου να μπορούν να ιερουργούν, να ψάλλουν, να συντάσσουν επίσημα έγγραφα κ.λπ. Η ίδρυση της μονής Λειμώνος το 1526, στην οποία λειτούργησε, μετά την άλωση της Πόλης το 1453, ένα από τα παλαιότερα εκκλησιαστικά σχολεία του υπόδουλου ελληνισμού, ασφαλώς και έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη δημιουργία θετικού για την καλλιέργεια της παιδείας κλίματος στην ευρύτερη περιοχή.
Ωστόσο, για να ιδρυθούν σχολεία, ας τα αποκαλέσουμε με τη σημερινή ορολογία «Δημοτικά», συντηρημένα και ελεγχόμενα από τη Δημογεροντία και όχι από την Εκκλησία, θα έπρεπε να φτάσουμε στα μέσα του 19ου αιώνα. Είναι η εποχή, η αποκληθείσα μεταρρυθμιστική περίοδος του Τανζιμάτ, κατά την οποία απελευθερώνεται το εξωτερικό εμπόριο του Οθωμανικού κράτους, με αποτέλεσμα μεγάλα χρηματικά ποσά να καταλήξουν στις τσέπες των χριστιανών εμπόρων, οι οποίοι με αυτά θα χτίσουν μεγαλόπρεπες κατοικίες, εργοστάσια ή αποθήκες, θα διεκδικήσουν κοινοτικά αξιώματα και θα προχωρήσουν σε διαφόρων ειδών επενδύσεις, ευεργεσίες και αγαθοεργίες.
Στην περίπτωση της Φίλιας ο πρώτος ευεργέτης της Παιδείας δεν είναι άλλος από τον μεγαλέμπορο Γεώργιο Καραγιαννόπουλο. Στη νεκρολογία του το 1922 τονίζεται ιδιαίτερα η προσφορά του στα εκπαιδευτικά πράγματα του χωριού. Ως επιτεύγματά του προβάλλονται ειδικά η ίδρυση σχολικών ταμείων (από τα οποία πρωτίστως μισθοδοτούνταν οι δάσκαλοι σε μια εποχή, κατά την οποία το επίσημο κράτος, οθωμανικό αρχικά και ελληνικό στη συνέχεια, ήταν απόν), η ανακαίνιση εκ βάθρων του αρρεναγωγείου (δηλ. δημοτικού σχολείου αρρένων) και η ίδρυση παρθεναγωγείου (δηλ. δημοτικού σχολείου θηλέων) στη δεκαετία του 1880.
Χάρη στο Γεώργιο Καραγιαννόπουλο ιδρύθηκε το 1879 η Εφορία Σχολών Φίλιας, η οποία είχε ως αρμοδιότητα την κάλυψη των δαπανών για την εκπαίδευση, την πρόσληψη δασκάλων, την κατασκευή ή ανακατασκευή σχολικών αιθουσών, την αγορά θρανίων ή άλλου εκπαιδευτικού υλικού. Η λειτουργία της συγκεκριμένης Εφορίας στη Φίλια αποτελεί γεγονός πρωτοφανές για τα εκπαιδευτικά δεδομένα των χωριών της τουρκοκρατούμενης Λέσβου, αφού ανάλογες εφορίες λειτουργούσαν μόνο στη Μυτιλήνη και στα μεγάλα κεφαλοχώρια του νησιού Πλωμάρι, Καλλονή, Μόλυβο κ.λπ. Στα μικρά χωριά του νησιού οι αρμοδιότητες της Εφορίας των Σχολών ήταν εκχωρημένες στις κατά τόπους Δημογεροντίες. Συνεπώς η λειτουργία μιας τέτοιας Εφορίας στη Φίλια αποδεικνύει έμπρακτα τη μεγάλη επιθυμία των κατοίκων του χωριού και ιδιαιτέρα του Γεωργίου Καραγιαννόπουλου για την ανάπτυξη της παιδείας στον τόπο τους. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι στη δεκαετία του 1880 στη Φίλια λειτουργούσαν ένα αλληλοδιδακτικό σχολείο αρένων (δημοτικό), ένα Παρθεναγωγείο και ένα «ελληνικό» ή ημισχολαρχείο, δηλ. κάτι σαν το σημερινό Γυμνάσιο.
Για την καλλιέργεια της παιδείας με πρωτοβουλία του μεγάλου αυτού ευεργέτη της Φίλιας κυκλοφόρησαν στη δεκαετία του 1880 τα λγόμενα μπιλιέτα, δηλ. τα τοπικά νομίσματα ανάγκης, που κυκλοφόρησαν από διάφορες κοινότητες στις τελευταίες δεκαετίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Πρόκειται για μια εποχή που το επίσημο νόμισμα του οθωμανικού κράτους είχε υποτιμηθεί τόσο πολύ, ώστε η μικρότερή του λογιστική μονάδα, το γρόσι, να μην έχει καμιά αξία, αφού η αξία του μετάλλου με το οποίο είχε κατασκευαστεί, να ξεπερνά κατά πολύ την ονομαστική του αξία. Έτσι, οι τοπικές δημογεροντίες, προκειμένου να εξασφαλίσουν τη συνέχεια των εμπορικών συναλλαγών τύπωναν τα λεγόμενα μπιλιέτα ή αποτύπωναν με κατάλληλη μεταλλική σφραγίδα τα αρχικά της δημογεροντίας του χωριού στις μικρές αξίες των τουρκικών νομισμάτων. Πρόκειται για τις λεγόμενες κοντραμάρκες.
Η έκδοση μπιλιέτων, δηλ. χαρτονένιων νομισμάτων από την Εφορία Σχολών Φίλιας αποτελεί μια ακόμα πρωτοτυπία του μεγάλου ευεργέτη Καραγιαννόπουλου, αφού αντίστοιχα μπιλιέτα με εκδότη σχολείο γνωρίζουμε να προέρχονται μόνο από την Κωνσταντινούπολη.
Αποφάσισα να σας κοινοποιήσω τις παραπάνω σκέψεις μου, γιατί σκέφτομαι ότι 130 περίπου χρόνια μετά την εποχή εκείνη, υπάρχει ένα χαρακτηριστικό των κατοίκων της Φίλιας που παραμένει αναλλοίωτο: Η αγάπη τους για την ανάπτυξη της εκπαίδευσης στον τόπο τους. Ενάντια στην πληθυσμιακή συρρίκνωση και στην οικονομική κρίση οι κάτοικοι της Φίλιας με κάθε τρόπο συμβάλλουν με ό,τι μπορεί ο καθένας να προσφέρει, ώστε να συνεχιστεί να παρέχεται στο μικρό χωριό τους η εκπαίδευση και κυρίως η δευτεροβάθμια. Θα ήθελα μόνο να τονίσω και να εξάρω την κάθε είδους εθελοντική εργασία που παρασχέθηκε κατά τη διάρκεια των εργασιών ανακαίνισης του Γυμνασίου τόσο από τους κατοίκους όσο και από το εκπαιδευτικό προσωπικό του σχολείου.
Και φυσικά πρωτοστάτες σ’ αυτή την προσπάθεια είναι οι αδελφοί Στέλιος και Γιώργος Καλφαγιάννης, μεγάλοι ευεργέτες του σχολείου, άξιοι συνεχιστές του έργου του Γεωργίου Καραγιαννόπουλου. Ως τοπικό στέλεχος της εκπαίδευσης πιστεύω ότι χάρη στις συνεχείς και δαψιλείς χορηγίες των δύο αδελφών ευεργετών το Γυμνάσιο της Φίλιας συνεχίζει να λειτουργεί μέσα σε ιδανικές για την εκπαιδευτική διαδικασία συνθήκες, σε συνθήκες, που θα ζήλευαν πολλά σχολεία μεγαλύτερων κωμοπόλεων του νησιού, αλλά και της Ελλάδας. Η κοινότητα της Φίλιας, ο διευθυντής και το εκπαιδευτικό προσωπικό του σχολείου και εγώ προσωπικά εκφράζουμε στους αδελφούς Καλφαγιάννη την ευγνωμοσύνη μας για τις συνεχείς χρηματικές τους προσφορές προς το Γυμνάσιο. Θα ήταν παράλειψή μου, αν δεν υπενθύμιζα στην εκδήλωση αυτή τη μεγάλη συμβολή που είχαν για την ευόδωση του συγκεκριμένου έργου το Δήμο Λέσβου και τον άξιο πρόεδρο του χωριού Σταύρο Σκαλοχωρίτη, που έτρεχε αδιάκοπα και αγόγγυστα, επιλύοντας άμεσα όλα τα προβλήματα που ανέκυπταν. Τέλος θα ήθελα να συγχαρώ από βάθους καρδιάς τον οραματιστή διευθυντή του σχολείου Λάζαρο Χονδροματίδη, για το τιτάνιο έργο που έχει επιτελέσει μέσα στον ένα μόλις χρόνο που είναι διευθυντής, καθώς και το σύλλογο διδασκόντων του σχολείου, που δίνει τον καλύτερό του εαυτό για να διδάξει με τις πιο σύγχρονες μεθόδους τους μαθητές του σχολείου.